Α. ΒΡΑΒΕΙΟ
ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ (Γιώργος Σαράτσης)
Μίλα μου εσύ.
Εγώ θα σε κοιτώ δήθεν αδιάφορα, θα γνέφω καταφατικά
κουνώντας αργά το κεφάλι και θα συμπληρώνω
που και που
κάποια δική σου μισοτελειωμένη φράση
χωρίς νόημα.
Πες μου για εκείνο που μένει μέσα μας
και μας βαραίνει. Για την αθόρυβη ανάμνηση ενός ονείρου
που η συνύπαρξη το έριξε στην εξορία.
Θα μπορούσα να μιλήσω κι εγώ, αργά
ψιθυριστά ή κομπάζοντας από ελευθερία.
Αλλά οι άνθρωποι ξεραίνονται στη μοναξιά τους, παλιώνουν.
Άκουσες πως άλλαξε η φωνή μου;
Δεν είναι από τις καταχρήσεις ή το ανάρμοστο του καιρού.
Είναι απ’ την αδυναμία μου
να κρατώ τα καλύτερα για το τέλος.
Όλα χαρισμένα στο τέλος.
Κι ο κόσμος τόσο απρόσιτος
που χωρά ξαφνικά μια γεύση, μια όσφρηση ή λίγη αφή.
Μίλα μου
κι ας φθινοπώριασε πρόωρα.
Κι εγώ θ’ αφήσω τα γένια μου να μετρώ το χρόνο
ή θα προσπαθώ ν’ αγκαλιάσω μες στο μισοσκόταδο
όσα δεν πόθησα ποτέ μου
σαν κραταιά αγοροπωλησία συναισθημάτων.
Ξεχνάς και θυμάσαι.
Δεν είναι ύπαρξη, λες, αυτή.
Γρατζουνιές, θραύσματα θεών και μέσα βαθειά στο κενό
κρίσιμες κινήσεις που θυμίζουν ανάσταση.
Δεν είμαι για σένα, είμαι για την απουσία σου.
Β. ΒΡΑΒΕΙΟ
ΓΥΜΝΑ ΚΑΛΩΔΙΑ (Στέλλα Γιανναράκη)
Για να μη μάθεις ν’ αγκαλιάζεις
γεμίσανε την κούνια σου παιχνίδια,
μετά τηλεκοντρόλ,
κομπιούτερ στο γραφείο,
στο σούπερ – μάρκετ
χάϊδευες φτηνές συσκευασίες.
Εύκολα
που γαντζώνονται
τα χέρια
σε κάθε απόληξη
του περιττού!
Για να μη μάθεις ν’ αγκαλιάζεις
βάλαν στα χέρια σου
δερμάτινα τιμόνια,
γεμίσανε κουμπιά τις συσκευές,
τα καλοκαίρια ιστιοσανίδες,
ηλεκτρικές κουβέρτες το χειμώνα.
Η σάρκα στέγνωσε σιγά-σιγά
Φαγώθηκαν οι ιστοί, τα δάχτυλα…
Κοιτάς ένα πρωί
κι από τους ώμους κρέμονται
καλώδια γυμνά.
Και σταματάς
ν’ αναρωτιέσαι πια
γιατί κανείς
δε σ’ αγκαλιάζει…
Β. ΒΡΑΒΕΙΟ
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΒΡΟΧΗ (Θεόδωρος Σαντάς)
Δεν είμαι η χρυσή βροχή του Ολύμπιου
με παραλλαγές να μουσκεύω τα μάτια σου
η απλωσιά του πελάου, να σε λικνίζω βαθιά.
Δες, ένας στίχος της ποίησης είμαι
ένα ζώδιο του νερού στο ταξίδι του ήλιου
μια στάλα από δάκρυ είμαι, ένας ενικός του εγώ μου
ένα αποκηρυγμένο ποίημα του Χειμώνα.
Δες, πλαγιάζω στην έγνοια σου
και ξυπνάω με το χτύπο σου
η ανάσα του ψίθυρου είμαι
ο καημός του ανέμου που τρίζει τις πόρτες σου
κι εσύ τον κλειδώνεις απέξω.
Μη μ’ αγνοείς. Μην παίρνεις μαζί σου
τα κυκλάμινα που σε γέννησαν
τα χρώματα που ζωγραφίζουν
στους λειμώνες τους άγιους.
Μην παίρνεις μαζί σου τον αποκρυφισμό
απ’ το φιλί των φεγγαριών που σε φίλησαν
κι εσύ έτρεξες πίσω απ’ τον ίσκιο σου.
Δεν παίζω μαζί σου να κερδίσω
ένα στοίχημα, παρέα με φίλους
ένα ναι, όταν θα έχει βαθύνει το ρήγμα σου.
Δεν παίζω μαζί σου, γιατί έχω ξεμάθει να μιλώ
και μιλώ με τα μάτια, γιατί έχω αφήσει
τις λέξεις νεκρές και μιλώ με σιωπή.
Δες, ακύμαντος ειν’ ο ορίζοντας ∙
ο κόσμος αφέθηκε στη γαλήνη του,
κι εγώ στο μουράγιο σου γράφω ομορφιά μου, ποιήματα.
Έχω πια ξεχάσει το σώμα μου, δε με προσμετράει ο χρόνος.
Θέλω να ζήσω μαζί σου, πέρα απ’ το θάνατο
να υπάρχουμε οι δυο μας στο φως ,τραγούδι και κύμα
σαν αυτό που σκάει στους όρμους σου
και βαθαίνει πιο πολύ, ο καημός στον Παράδεισο!
Γ. ΒΡΑΒΕΙΟ
ΧΑΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ (Αθανασία Γιασουμή)
Μιλώ για τη χαμένη μου πατρίδα
με λόγια βουτηγμένα μες στον πόνο
Για κείνα που δεν ήρθανε μα είδα
για τα άλλα που μου κλέβουν το οξυγόνο.
Στο χέρι μου έχω πάντοτε μια ασπίδα
μα μέσα μου το φόβο μεγαλώνω.
Μιλώ για τον χαμένο Παρθενώνα
τα μάρμαρα, το τόσο αλισβερίσι.
Το σπίτι που το νιώθω σαν ξενώνα,
την τύχη μου που θέλω να γυρίσει
στα χρόνια που η Ελλάδα ήταν λεχώνα
του ήλιου, που κοντεύει πια να δύσει.
Μιλώ για το Σεφέρη, τον Ελύτη
τον Κώστα, το Δημήτρη, τον Ανδρέα
τον άγνωστο που γνώρισα αλήτη
και μου’ μαθε να είμαι σε παρέα.
Μιλώ και για την ξένη Αφροδίτη
που άσκημη μου δείχνει αντί για ωραία.
Κι αν σκύβω κάποιες ώρες το κεφάλι,
σηκώνομαι εις διπλούν δυναμωμένη
Οι πόρνες, τα φτερά κι οι παπαγάλοι
αιώνια θα μείνουν ξεχασμένοι.
Μου αρκεί που το δικό μου ακρογιάλι
γαλάζιο στους αιώνες παραμένει.
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΒΥΣΙΟΥ (Μαρία Σταματάκη)
Την εβδόμη του μήνα Βύσιου περιμένουμε
μαζί με τους άλλους θεοπρόπες χρησμό
να λάβουμε από τον Επικούρειο Απόλλωνα.
Δε γίνεται, μας έλεγε ο Στρατίδης, άλλο να αναμένουμε.
Στης Κασταλίας τα νερά αφού καθαριστούμε
την αίγα την παχιά, την αψεγάδιαστη θα στείλουμε
και της Πυθίας θα αναμένουμε τις λύσεις.
Δεν είναι δυνατό ν’ αφήσουμε την πόλη να χαθεί
πώς οι Θεοί μας εγκατέλειψαν;
Και τώρα μον’ ο χρησμός μας μένει, πώς αλλιώς;
Δε φταίμε εμείς που ο Γυρτιάδης και οι άλλοι
στρεψόδικοι τη χώρα μας την έφεραν ως εδώ
παρέσυραν το Δήμο με λόγια που χαϊδέψανε τα αυτιά
και εκείνοι στις πλάτες του λαού παίζοντας πεσσούς
του Μίδα τα πλούτη απέκτησαν με ξένες πλάτες
Και τώρα πάλι με ωραία λόγια πάνε να μας παραπλανήσουν
πως όλα έτσι ήτανε γραφτό, πως τούτο γίνεται παντού ∙
μα βέβαια, γίνεται παντού, θα γίνεται παντού
όσο υπάρχουν χαμερπείς.
Ένα μονάχα περιμένουμε, ο Αρχηγέτης – Φοίβος
να λάμψει τον αγώνα τον καλό
κι έξω να στείλουμε Γυρτιάδη και λοιπούς
δήθεν σωτήρες.
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΑΠΕΙΛΗ (Αρτεμίου-Φωτιάδου Ελένη)
Ανάδρομοι καιροί!
Της Γης ο Νότιος Δεσμός ταξιδεύει στον Καρκίνο
Δύσκολη όψη, όπως λένε αστρολόγοι και λοιποί κινδυνολόγοι
Βαρύ το κάρμα που ’ρχεται να πληρωθεί απ’ το χτες
Όταν μιλούσαν οι ευαίσθητες φωνές, εισέπρατταν μονάχα την ηχώ τους
Και να που τώρα, καταδικασμένος σε έσχατη προσδοκία
Αμήχανος ο Αιώνας σε σπασμωδικές εκτελέσεις κλίμακας ελάσσονας
Κυνηγά την ύπαρξή του πάνω από πλημμυρισμένες θάλασσες
Λευκά βουνά που καταρρέουν με δάκρυα παγωμένα
Απειλώντας τις υδρόφοβες σελίδες του Ανθρώπου.
Άλλοτε ξυπνά ο Ήλιος παντοκράτορας με πύρινα σπαθιά
Κι αυτόχειρες ακόλουθοι ζωσμένοι τα εκρηκτικά
Πέφτουν με έπαρση επάνω στις Βαβέλ της σύγχρονης εκζήτησης
Κι άλλοτε, δυσήνιος ο κρύος άνεμος μαδά το έαρ στους λειμώνες
Με τους εύμορφους θαλλούς της τελευταίας πίστης μας
Ανακλητήριες διατάξεις δεν προβλέπονται
Ο δρόμος μια κατιούσα ενοχών και προσβολών της θείας παραχώρησης
Από καιρό τώρα προβάλλει αναχώματα κι οδοφράγματα
Στις λογικές συνάξεις, στις ευκαιριακές αναλαμπές του φόβου
Άμισχος κινείται ο ανθόκηπος του πρωτινού μας παραδείσου
Μονάχα σαν γελά ένα παιδί, ακούστε!
Σαν σκύβει στο στερνό κελαρυστό νερό να καθρεφτίσει τις Αγάπες του
Για λίγο ασημώνει πάλι το φεγγάρι, μαζεύεται ο Ήλιος
Αναμασώντας τις ατάκες που αναμένονται στην πρόζα του
Παρακαλώ, κρατήστε αυτό το γέλιο του παιδιού, ως πρώτη ύλη σας
Ως πρώτο εκμαγείο αναπλάσεως,
Στερεωμένο στην επιθανάτια αντίδρασή σας.
Μονάχα σαν γελά ένα παιδί, ακούστε! Ξυπνούν αλλόφρονες οι μέρες
Κρατώντας της επάρατες στιγμές τους παραμάσχαλα
Κοντοστέκονται, ζυγιάζουν το φευγιό τους, κλείνουν τ’ αυτιά
Κλείνουν τον Άδη στο γάργαρο λευκό της αθωότητας.
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΠΙΚΕ ΦΟΥΣΤΑΝΑΚΙ (Σταματέλου Νόνη)
Τότε ξυπνούσα εύκολα τις Κυριακές!
Δεν ήταν μάλλον από πρώιμη ευσέβεια
όπως το ερμήνευαν συνήθως οι μεγάλοι.
Τώρα δεν θέλω να ξυπνάω τις Κυριακές…
Αν ο Θεός μου με γεμίσει ενοχές
που ακούω συχνά τις καμπάνες ακίνητη,
θα τον γεμίσω κι εγώ
που πήρε τη χαρά απ’ τις Κυριακές μου.
Έτσι λοιπόν, γυρίζω στ’ άλλο μου πλευρό
μ’ ένα πετάρισμα γοργό και ώπ!
Αρχίζω ετοιμασίες για την Εκκλησιά.
Με το ροζ κυπελάκι να πιάσω νερό
βιαστικά, μην αδειάσει η κρεμαστή βρυσούλα, η τσίγκινη…
Να πλύνω πρόσωπο και χέρια βιαστικά.
Λουστρινάκια στα πόδια, νούμερο 28.
Πικέ φουστανάκι, με φούσκα μανικάκι!
Τραγουδάκι στο στόμα, ζωγραφιά στη ματιά!
Λευκό φόντο, με κίτρινα και κόκκινα και πράσινα παιχνίδια,
παπάκια , τόπια, κούκλες, παγωτά.
Πώς φέγγουν τα κεριά στα μανουάλια!!!
Σαν το Χριστό, εκεί ψηλά στο στρογγυλό τον τρούλο!
Και οι γριές που γονατίζουν, Άγια που έχουν πρόσωπα!
Γλυκόπικρη η μεταλαβιά,
προσωρινά χορταστική μπουκίτσα και τ’ αντίδωρο
καθώς απ’ τη στροφή μυρίζει κιόλας, το φαγητό της Κυριακής!
Πόσες φορές θ’ αλλάξω άραγε πλευρό
μέχρι ν’ ανοίξω την ντουλάπα μου νωθρά…
για να τραβήξω μια μαύρη φούστα, κάτω απ’ το γόνατο…
Δεν θέλω να ξυπνάω πια τις Κυριακές!
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ (Βαζούρας Κωνσταντίνος)
Σκουρόμαυροι καπνοί απλώθηκαν…
μετατοπίζω το παρελθόν μου
κατατέμνω όλες τις προηγούμενες ζωές μου
γλιστρώντας μέσα απ’ τις αργές ρωγμές του χρόνου.
αμφιταλαντεύομαι…
σ’ ακροβατικές τριχιές τσιμεντένιων τοίχων
γνέθω τ’ αρμυρό μπαρούτι
κι υψώνομαι, σκελετωμένο δάσος
με τα πεθαμένα μου κλαριά
την απανθρακωμένη μου σάρκα
με τη ρίζα που έγινε καρφί
και πια δε με κρατεί στη γη μου
ανερχόμενο πεφτάστερο.
Μα η γη μου δε με κρατεί
εκάη
βογγάει με πόνο, σειέται με θυμό
μαζεύω τις στάχτες μου, μία-μία
μετρώ τα νεκρά μου παιδιά, ένα-ένα
κοράκι σέρνω πληγωμένους ώμους στην πανσέληνο.
υψώνω προδομένο σπαραγμό στον κόσμο
ν’ ακούσει
ν’ ακούσει!
Χθες ήμουν αγέννητος
σήμερα είμαι το παρελθόν μου
αύριο θα ’μαι η εποχή μου
αύριο δεν ξέρω που θα ’μαι
αύριο δεν ξέρω αν θα ’μαι
ζωντανός.
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (Φούσκα Ηρώ)
Μισάνοιξε η Αττική Έρημος την αγκαλιά της
μα εγώ διώκομαι από παντού.
Αφρίζω απ’ το κακό μου και ως Αθηναία Σαλώμη
κόβω την κεφαλή των ζουμπουλιών
και μ’ αυτά τα γλιτσερά πράσινα κοτσάνια
στολίζω τους εριστικούς περαστικούς συνοδοιπόρους μου.
Χορτάτη η Μαφία της καρδιάς μου χασμουριέται.
Τους αγαπώ μωρή τους ανθρώπους! Της φωνάζω.
Τι με βάζεις και κάνω;
Άκραυγη η μέρα με σκουντά σαν να μην είδε τίποτα
κι όσα δέντρα ανέπνεαν ακόμα, φόρεσαν τις τραγιάσκες τους
σαν φαλακροί περιπτεριούχοι που δεν πουλάν τσιγάρα.
Εγώ όμως αγοράζω κλωστές και βιταμίνες
μουντζώνω τους χαρταετούς του Ελληνικού κολαστηρίου
και ανυποψίαστα ανηφορίζω στον ιδρωμένο Υμηττό
να δέσω τα πλοκάμια του ήλιου,
να δυναμώσω τις φωνές των παρεξηγημένων φιδιών.
Απομεσήμερο.
Ακρόαση.
Λόγω ντροπής
ημιθανείς Ι. Χήδες βρίζουν τον έσπερο.
Ένα «κανίς» θυσιάζεται και πετιέται απ’ το γωνιακό ρετιρέ.
Ένα μωρό αναζητά μύγες για να βυζάξει το γάλα του.
Καρβουνιασμένος όχλος.
Δυο μέτρα γης για τον καθένα είναι πολύ.
Μήτε το μπόϊ μου δεν κουλαντρίζω μήτε τη γλώσσα.
Η γλώσσα μου, η γλώσσα μας…ξυπνήστε τον Δημοσθένη
τον Σωκράτη…όλους, τα γεφύρια, τινάξτε τα γεφύρια,
τα στόματα θεριεύουν, ανάσες λιγοστεύουν
Λόγω Τιμής.
Λόγω βροχής υψώνω τη γροθιά μου στο πανί
…. Έπαιξα πάλι ένα ρόλο στην Τιβί…
Στοπ!
Πάμε ξανά απ’ την Αρχή!
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΕΚΠΟΙΗΣΗ (Πυροβολάκης Αντώνιος)
Μαύρα φεγγάρια στην οροφή του δωματίου σου
θ’ ανατείλουνε κορίτσι της βιτρίνας,
στα βλέφαρά σου για να στάξουνε καυτό ασήμι
απ’ την πίσω όψη του καθρέφτη
και ένα νιόβγαλτο φως, μωράκι νεογέννητο
από τα τρίσβαθα των ήλιων.
Ο χρόνος ο χαφιές της λησμοσύνης μου το πρόφτασε
ότι ο τρίτος προβολέας δεξιά έχει ερωτευτεί
εκείνες τις αχνές του γέλιου σου ρυτίδες,
ξέρεις αυτός που τρεμοσβήνει αναστεναγμούς για σένα,
που σαν εκπνέει σε τρομάζουν του ερέβους τ’ αλυχτίσματα,
των λάκκων τ’ αναφιλητά.
Σε μαγικές αυλές που ευωδιάζουν οι βασιλικοί
με σεργιανούσε το φιλί σου.
Το θρόισμα του μαύρου σου φορέματος μου έφερνε στο νου
τη μάχη μεταξύ μιας λυσσαλέας πυρκαγιάς
και μιας παγερής σκιάς μειλίχιας και ήσυχης.
Χαμογελάς κορίτσι της βιτρίνας του μεσονυχτίου τη μαυρίλα
χαμογελάς βαριά ποτά, χρυσάφι και σκληρά τσιγάρα.
Στο πράσινο τραπέζι πέταξε τα ζάρια και τα όνειρα,
τα μάτια του φιδιού, τις χίμαιρες του ύπνου.
Δεν έχω κάτι άλλο να σου γράψω, κοιτώ ψηλά
και βλέπω μόνο άστρα να γκρεμίζονται.
Τώρα που όλα έχουν πια ευτελιστεί μπορώ νομίζω να το πω.
Φθαρμένα της ψυχής κομμάτια εκποιηθείτε
στις αγορές του κόσμου.
Ζωή κάνε παιχνίδι.
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ
(Ζαράρης Λάσκαρης)
Στην κοιλάδα των ωραίων αγαλμάτων
ο γλύπτης Πραξιτέλης σκεφτικός
από την απειλή της καταιγίδας που πλησίαζε,
άκουγε μες στο ψιθύρισμα του ανέμου
τα λόγια της όμορφης μούσας Ερατώς:
-Τόσα χρόνια ξεχασμένος στην κοιλάδα
με τη σμίλη σου και το μάρμαρο το ελληνικό,
γέροντα με τα ταλαιπωρημένα δάχτυλά σου,
πως θέλεις να γεμίσεις το περίγραμμά μου;
-Πρώτα η Αρετή στην ευθεία κορμοστασιά σου
και μετά στο γέλιο σου το χάραγμα της σοφίας.
Έπειτα τα μαύρα μαλλιά σου που λυτά
Αφήνονται σαν τους κυματισμούς της θάλασσας.
-Έβαλες όλη σου την ψυχή για να στερεώσεις
πάνω στην μορφή μου τον ιδανικό έρωτα,
τις απαλές καμπύλες και το δισταγμό
της απόρριψης. Μια μεγάλη καρδιά φύτεψες
στο στέρνο μου. Για λίγο κούνησα τα βλέφαρα
και τα χείλια μου σημάδι πως ζωντάνευα.
Μην απογοητεύεσαι που δεν κατάφερες
ν’ αποτυπώσεις ποτέ τα δάκρυα μου.
Έπρεπε να με δεις με τις υλικές μου διαστάσεις,
δημιουργέ μου, να λυπηθείς για την ομορφιά
που χάνεται, για την ασχήμια που ανταμείβεται
σ’ ένα κόσμο σκληρό, βιαστικό, ξεψυχισμένο.
Προσπαθώντας να σκαλίσεις τη συμπαγή
μου επιφάνεια…μάτωσες και μια στάλα
έπεσε στο πόδι μου. Ήταν και δικό μου αίμα.
Βρέξε, Θεέ μου, σε παρακαλώ να ξεπλύνεις
την ανθρώπινη πλευρά μου!
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΣΚΟΝΗ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ (Χαριτωνίδης Γιώργος)
Σκόνη στην ατμόσφαιρα
Είπε το μετεωρολογικό δελτίο.
Σκούπιζε τη βεράντα…
Έγραφα στίχους…
Γκρίνιαζε που δε βοηθάω.
Γκρίνιαζα που δεν έβρισκα τη λέξη.
Το πρωί
η βεράντα γέμισε κόκκινη άμμο.
Είδε και έφριξε.
Είδα και χάρηκα.
Με το δάκτυλο έγραψα
Αγαπώ Σε.
Βρήκα τη λέξη!
Πρώτα στην έρημο μέσα μου
ύστερα στη Σαχάρα.
ΕΠΑΙΝΟΣ
ΜΗΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΑΔΝΗ (Λιάπης Χρήστος)
Από τα χρόνια τα παλιά ως τα τώρα,
οι Έρωτες αργοσαλπάρουν κυνηγώντας
στιγμές που γδάρθηκαν στην πάλη τους με τον καιρό
και τώρα – απαλλαγμένες από τ’ άχαρο της πλήξης δέρμα-
βυθίζουνε το δέρας τους σε ποταμούς χρυσόμαλλους
αγαπημένης κόμης που ανέμισε στον ύστατο σπασμό
των συμπληγάδων.
Μα σαν ανακαλύψουν
πως κουβαλούν στο πλοίο τους τη Μήδεια Συνήθεια,
κοιτάζουν στον ορίζοντα και βλέπουν
αστροσφαγμένα σύννεφα τα τέκνα των ονείρων,
σπασμένο ραχοκόκαλο το μεσιανό κατάρτι.
Κι από την άλλη,
όνειρα που έχουν εξοκείλει στα αβαθή του ύπνου
και προσμονές αγκυροβολημένες στη σκουριά των λιμανιών.
Μα ας μην πικραίνονται οι έρωτες
που δεν αντικρίσανε –ασαλπάριστοι-τις ακτές του Μίνωα,
ούτε ανοίξανε γι’ αυτούς, φιλόξενοι,
οι προδομένοι ακρόγιαλοι της Νάξου.
Πάντοτε μαύρα τα πανιά
στο πλοίο του γιού του Αιγαία.
Μόνο έτσι μπορείς να δώσεις το όνομά σου σε μια θάλασσα.