Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009

Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ

Χτύπησε νευριασμένος το δάκτυλό του επάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή και έσβησε για πολλοστή φορά το κείμενο που πληκτρολογούσε. Εκτέλεσε την κίνηση με ακρίβεια και ταχύτητα. Τόσες φορές που την είχε κάνει τώρα τελευταία, είχε αποκτήσει τέτοιον αυτοματισμό, που τύφλα να έχουν οι ακροβάτες! Ο Άρης πλησίαζε πια τα πενήντα. Τους κροτάφους του είχαν επισκεφτεί οι πρώτες λευκές νιφάδες, του καιρού, όχι εκείνου των φυσικών φαινομένων αλλά της ηλικίας. Πάλι από μια πλευρά και η ηλικία «καιρός» ήταν.
Σηκώθηκε και πλησίασε το τζάμι. Έξω ο βοριάς σάρωνε τα πεσμένα φύλλα των δέντρων και τα στοίβαζε κυκλικά στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη νυχτώνει μια ώρα νωρίτερα. Έτσι γιατί το αποφασίσαμε οι άνθρωποι. Μπράβο πρόοδος ακόμη και τα φυσικά φαινόμενα αλλάζουμε τώρα. Ίσως έτσι ικανοποιήσουμε και την πανάρχαιη ματαιοδοξία μας, να γίνουμε θεοί! Η ανάσα του θόλωσε το τζάμι και το τοπίο αμβλύνθηκε σαν σε όνειρο. Δεν κάνει τον κόπο να σκουπίσει την πάχνη. Καλύτερα έτσι. Ας ζήσει και λίγο στο όνειρο έστω και ψεύτικα. Το όνειρο! Είναι εκείνο που του λείπει, εκείνο που αποζητάει με μανία, εκείνο που ίσως του φέρει την πολυπόθητη έμπνευση. Τώρα τελευταία έχουν αρχίσει να μην του αρέσουν τα ποιήματά του. Είναι από την ημέρα που διάβασε εκείνο το άρθρο για την ποίηση. Τι το ’θελε; Καλά ήταν βολεμένος τόσα χρόνια. Τα είχε βρει με τον εαυτό του. Ότι έγραφε μέχρι τώρα του άρεσε. Όμως πριν περίπου ένα μήνα, όταν απήγγειλε ένα ποίημά του σ’ εκείνη τη λογοτεχνική συγκέντρωση και οι ψίθυροι από το ακροατήριο καθ’ όλη τη διάρκεια της απαγγελίας επένδυσαν ηχητικά τα λόγια του, αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πάει καλά. Κατάλαβε ότι δεν είναι το χειροκρότημα στο τέλος της απαγγελίας, που δείχνει την εκτίμηση του ακροατηρίου προς το ποίημα, που στο κάτω-κάτω δίνεται σε όλους από ευγένεια, αλλά εκείνη η απόλυτη, θεία, κρυστάλλινη σιωπή που πέφτει σαν ονειρικό σύννεφο, στο ακροατήριο την ώρα της απαγγελίας. Από την ημέρα εκείνη περισσότερο έσβηνε παρά έγραφε.
Κάθισε στο γραφείο του πάλι. Σαν τον δολοφόνο που γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος, ανοίγει για μια ακόμη φορά το αρχείο όπου υπάρχει εκείνο το άρθρο για την ποίηση. Το βλέμμα του καρφώνεται στο επώδυνο σημείο του κειμένου. «Η πραγματική ποίηση είναι ένας έρωτας του πνεύματος με το άπιαστο, είναι μια ανατριχίλα πέρα από τη σκέψη, είναι η μετουσίωση του τίποτα σε παν, είναι η θεία σιωπή που αιχμαλωτίζει το ακροατήριο, για να γίνει έκρηξη επιδοκιμασίας και ενθουσιασμού, μετά το τέλος της απαγγελίας». Κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη που κρέμεται απέναντι από το γραφείο του. Είναι σαν να βλέπει κάποιον άγνωστο να τον περιγελά…
- Τι λες κι εσύ, εγώ δεν το πέτυχα αυτό ποτέ, ούτε μια φορά;
Το πρόσωπο του «άγνωστου» παραμένει αινιγματικό για λίγο, και ύστερα.
- Εμένα ρωτάς, εσύ ξέρεις καλύτερα…
- Εντάξει, όμως δεν είχα ίσως το κατάλληλο ερέθισμα…
Το ειρωνικό χαμόγελο του «άλλου» συνεχίζει να κρέμεται προκλητικά.
- Θυμάσαι πως το έγραφε εκείνος ο ποιητής, να στο θυμίσω, «οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα συναισθήματα και οι μεγάλοι από το τίποτα!»
Δεν αντέχει να συνεχίσει τη «συζήτηση». Κλείνει βιαστικά τον υπολογιστή και σηκώνεται. Πρέπει να βγει έξω, να πάρει καθαρό αέρα, να αισθανθεί τον κόσμο γύρω του, ασφυκτιά! Εξ άλλου κάπου διάβασε , δε θυμάται που, ότι η έμπνευση έρχεται όταν δεν την κυνηγάς!... …Έστριψε στην τελευταία στροφή του δρόμου και αντίκρισε τον πύργο, κυρίαρχο και αφέντη στην περιοχή, να λούζεται από το φως του ήλιου. Μείωσε ταχύτητα και έστριψε στο χωματόδρομο για το εξοχικό του σπίτι. Αποφάσισε να κάνει ετούτη την εκδρομή μήπως η αλλαγή περιβάλλοντος τον αποφόρτιζε και από όλα εκείνα, που τον τυραννούσαν. Κοιτάζει από το παράθυρο του αυτοκινήτου τους καμένους κορμούς των δέντρων και θυμάται την καλοκαιρινή καταστροφή. Κάποιος θέλησε να ικανοποιήσει τη διαστροφή του με θύματα τα δέντρα αλλά και τους ανθρώπους. Το μικρό εξοχικό σπιτάκι, κάτασπρο, μέσα στο πένθος της φθινοπωρινής γης, αποτελεί παράταιρη πινελιά στον θλιμμένο πίνακα του τοπίου. Τούτο το σπίτι και το δάσος αποτελούσε το απάγκιο της ψυχής και του πνεύματός του, αλλά φευ!…
Τακτοποιήθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βιάστηκε να ψήσει το καφεδάκι του και να καθίσει στη δυτική πλευρά του σπιτιού. Απέναντι του ο ήλιος προσκυνούσε ευλαβικά την πλάση, πριν ταξιδέψει στη χρυσοκόκκινη θάλασσα των νεφών της εσπερίας. Ετούτη η ώρα της ημέρας, που η φύση ακροβατεί μεταξύ του φωτός και του επερχόμενου
σκότους, μεταξύ της υπόστασης και της ανυπαρξίας, είναι η πιο αγαπημένη του. Σχεδόν όλα τα γραψίματά του τα εμπνεύστηκε το δειλινό. Απέναντί του στη βουνοπλαγιά, ξεχωρίζουν τα μαύρα κλαριά των δέντρων, υψωμένα ικετευτικά θαρρείς προς τον πλάστη ή τον δήμιο τους. Όμως κάπου-κάπου ξεχωρίζει μια πινελιά πράσινου, σαν χλωμό χαμόγελο στο πρόσωπο της απελπισίας. Στο χωράφι τη μαυρίλα των καμένων χορταριών και των μικρών θάμνων, αντικαθιστά σταδιακά το νιόβγαλτο πράσινο χορτάρι. Μια ανάσα, μια νότα αισιοδοξίας ένοιωσε να πλημμυρίζει το στήθος του. Ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του με ηδονή. Πάντοτε ο καφές σ’ αυτό το σημείο, ετούτη την ώρα του φαινόταν γευστικότερος, αν και πάντοτε τον έφτιαχνε ο ίδιος και με την ίδια συνταγή! Ο ήλιος τώρα έριχνε άγκυρα στον ορίζοντα με χαλκοκίτρινα παλαμάρια. Έμεινε για λίγο ακίνητος να ρουφήξει ετούτο εδώ το νέκταρ του πλάστη. Του φαινόταν, ότι και αιώνια να μεταλάμβανε από το θεσπέσιο νέκταρ του πλάστη, δε θα το χόρταινε ποτέ. Το βλέμμα του συγκεντρώθηκε στην τριανταφυλλιά. Τα καμένα, ξερά της κλωνάρια είχαν γύρει σαν να τον εκλιπαρούσαν να τα απαλλάξει από την οδύνη τους. Όταν τα είδε ένα μήνα μετά την ημέρα της καταστροφής δεν ήθελε να πιστέψει ότι ήταν νεκρά, ήλπιζε ότι προσωρινά έχουν μαραθεί και θα επανέλθουν. Βλέπεις ο άνθρωπος δε συμβιβάζεται με την ολοκληρωτική συμφορά του και πάντοτε ελπίζει. Σε τι; Πολλές φορές σε τίποτα. Ή ίσως αυτό το τίποτα να είναι τα πάντα, να είναι η ζωοποιός δύναμη, για να ξεπερνάει τις καταστροφές μέχρι να λειτουργήσει η αθάνατη δύναμη της αναγέννησης. Σηκώθηκε αναστενάζοντας και πλησίασε πιο κοντά. Μια γλώσσα φωτός καθώς ο ήλιος σχεδόν έγερνε πίσω από το φρύδι του βουνού, λόγχισε τα φυλλώματα των λιγοστών θάμνων και ήλθε να φωλιάσει στην τριανταφυλλιά. Άστραψε το χρυσοπράσινο κλωνάρι μπροστά στα μάτια του, πάνω από το μαύρο ακόμη κορμί του δέντρου. Το κοίταξε και στην αρχή δεν μπορούσε να το πιστέψει όμως ήταν αλήθεια. Μέσα από το καμένο, νεκρό θα ’λεγες κορμί της τριανταφυλλιάς, ένα νέο θαλερό βλαστάρι διεκδικούσε να γίνει ο συνεχιστής της ζωής! Πλησίασε ακόμη περισσότερο, μια λαχτάρα να το αγγίξει και ταυτόχρονα ένας προγονικός φόβος των κυριαρχούν. Το μυστήριο, το μεγάλο, ανεξήγητο της ζωής και της συνέχειας. Αποξεχάστηκε. Ο αποσπερίτης κρεμάστηκε, μπουκιά φωτιάς, στον ουρανό και το αποσπερνό αγέρι κατέβηκε απαλά από τα ψηλώματα. Κάποια στιγμή αναζήτησε τον ξεχασμένο καφέ του. Κρύωσε. Το βιβλίο δίπλα του κλειστό. Η δροσιά του απογεύματος μεταβλήθηκε σε ψύχρα. Φθινόπωρο πια. Ετοιμάστηκε να μπει στο σπίτι. Κοίταξε για μια ακόμη φορά το νιόλουβο βλαστάρι και του φάνηκε πως του χαμογελούσε! Του έγνεψε κι εκείνος και καθώς έφευγε του φάνηκε πως εκείνο το παιδικό χαμόγελο πλημμύρισε το στήθος του…
…«Τρέχουν οι μέρες με τον άνεμο, λες και σπίθες του ονείρου γίνηκαν στων νεφών το συναπάντημα». Από την ημέρα που γύρισε από το χωριό στην Αθήνα, ετούτοι οι στίχοι του έχουν γίνει μόνιμο μοτίβο στο μυαλό του, που τους είχε διαβάσει δεν μπορεί να θυμηθεί, ίσως πουθενά… Εκείνο το βλαστάρι της τριανταφυλλιάς, το αισθάνεται πως κρύβει κάποιο μήνυμα, όμως δεν μπορεί να μορφοποιήσει τις σκέψεις του. Τετάρτη απόγευμα στο γνωστό λογοτεχνικό στέκι οι απαγγελίες έχουν αρχίσει. Οι περισσότερες είναι ανιαρές όπως συνήθως. Γνωστοί οι περισσότεροι ποιητές και περιορισμένων δυνατοτήτων. Εκείνος καθισμένος στη συνηθισμένη του θέση παρακολουθεί μάλλον αδιάφορα. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία όταν ανέβηκε στο βήμα να απαγγείλει η νεαρή κοπέλα, μόνο όταν «άκουσε» τη σιωπή που έπεσε, σήμανε μέσα του συναγερμός. Και οι στίχοι! Φυσικά δεν τους συγκρατεί ατόφιους, αλλά τι σημασία έχει, το νόημα είναι εκείνο που τον νοιάζει. Ξαφνικά όλες οι σκόρπιες, άπιαστες σκέψεις του παίρνουν μορφή και υπόσταση. Το ακροατήριο ξεσπάει σε ένα ζεστό χειροκρότημα επιδοκιμασίας κι εκείνη χαμογελάει ευτυχισμένη, που κατάφερε να αγγίξει την ψυχή τους! Και ο Άρης όμως είναι ευτυχισμένος. Τώρα ξέρει τι πρέπει να κάνει, τώρα γνωρίζει, πως για να γράψει κάτι νέο, κάτι πραγματικά μεγάλο πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από τα παλιά. Τώρα συνειδητοποιεί το μήνυμα εκείνου του μικρού χρυσοπράσινου βλασταριού της τριανταφυλλιάς. «Για να βγει κάτι νέο και όμορφο είναι αναγκαία μια πυρκαγιά!». Βιάζεται να φτάσει στο σπίτι του, ένας πυρετός τον έχει κυριέψει.
Τρεις το πρωί. Έξω στη λεωφόρο οι άνθρωποι κυνηγάνε τις χίμαιρές τους πάνω από το ρόχθο των αυτοκινήτων κι εκείνος κοιτάζει με ανάμεικτα συναισθήματα τ’ αποκαΐδια από τα χειρόγραφα των ποιημάτων. Τόσων χρόνων γραψίματα, στάχτη! Ο άνεμος κουδούνισε
απειλητικός στις τέντες τις βεράντας. Κάπου μακριά το ουρλιαχτό ενός σκύλου. Ανατρίχιασε! Ένας απειλητικός κόμπος μεγαλώνει σιγά-σιγά στο στήθος του και έρπει ύπουλα προς το μυαλό του. Πανικός ! Νοιώθει να παραλύει! Τι έκανε, πως το έκανε, τι αφροσύνη τόση δουλειά και γιατί, επειδή άκουσε μερικούς στοίχους από ένα κοριτσάκι! Η αυγή τον βρήκε εκεί ακίνητο μπροστά στο τζάκι, με το μαυρισμένο σωρό από τα χαρτιά των ποιημάτων του, που τώρα ήταν αλλοίμονο στάχτη!
Αντί για την πολυπόθητη έμπνευση, μια πλήρης απογοήτευση τον κατέλαβε. Δεν του έκανε πια καρδιά να γράψει. Έτσι κι απόψε. Κάθεται απέναντι από την τηλεόραση σαν υπνωτισμένος. Απέναντί του στη βιβλιοθήκη η «Οδύσσεια » του Καζαντζάκη. Κλείνει την τηλεόραση και ανοίγει το βιβλίο. Τα μικρά, μαύρα γράμματα είναι σαν να του γνέφουν. Τον βρήκε το ξημέρωμα βυθισμένο στη μαγεία του λόγου και της σκέψης του μεγάλου Κρητικού. Οι πρώτες ηλιαχτίδες φώτισαν τη γη και το μυαλό του Άρη. Τώρα ξέρει τι πρέπει να κάψει, τώρα γνωρίζει ότι δεν αρκεί να κάψει τα χειρόγραφα του, αλλά όλα εκείνα τα ταμπού και τα στερεότυπα, που φυλακίζουν τη σκέψη του. Νοιώθει πως πετάει. Η γυναίκα του καθώς τον βλέπει ξάγρυπνο απορεί.
- Καλά δεν κοιμήθηκες όλη τη νύχτα; Δεν πας καλά χριστιανέ μου, τώρα πως θα πας στη δουλειά σου.
- Ο κόσμος λέει καλημέρα πρώτα αγάπη μου, μια χαρά είμαι, θέλεις καφέ;
Γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη. Αλλιώτικος της φάνηκε! Καιρό είχε να τον ακούσει έτσι.
- Πολύ χαρούμενος μου ακούγεσαι, ανακάλυψες κανέναν θησαυρό;
- Ναι πολύ μεγάλο μάλιστα…
- Άρχισες πάλι τα διφορούμενα, τέλος πάντων…
- Τι θα έλεγες για το Σαββατοκύριακο, λέω να πάμε μια βόλτα μέχρι το χωριό, θα κάνει καλό καιρό άκουσα ευκαιρία είναι.
- Τόσες εβδομάδες σε παρακαλάω…
- Ε να που θα σου γίνει το χατίρι λοιπόν.
Δειλινό και ο ήλιος να συνθέτει με μαεστρία στην παλέτα του όλα τα χρώματα του ουρανού σε μια οργιάζουσα γιορτή του πράσινου. Άνοιξη! Το καφεδάκι και το βιβλίο στο γνωστό σημείο του εξοχικού. Το μικρό βλαστάρι της τριανταφυλλιάς έχει γίνει ολόκληρο δεντράκι! Αφήνει το βιβλίο κάτω και παίρνει το μολύβι στο χέρι του. Η λευκή σελίδα είναι εκεί και τον περιμένει. Η απόσταση που έχει να διαβεί από την άκρη του μολυβιού του μέχρι το τέλος της του φαίνεται απέραντη, όμως νοιώθει ότι είναι μια υπέροχη περιπέτεια που τον περιμένει, ένα σαγηνευτικό ταξίδι στον άγνωστο και θαυμαστό κόσμο της ποίησης, κι εκείνος ένας σύγχρονος Οδυσσέας έτοιμος να διασχίσει τις θάλασσες του για να βρει την Ιθάκη της ποίησης.
Απόγευμα στο γνωστό λογοτεχνικό στέκι. Εκείνος στο βήμα να απαγγέλει. Από το ακροατήριο ο γνωστός ψίθυρος… όμως βαθμηδόν μια απόλυτη σιωπή κυριαρχεί, τη νοιώθει να κατακλύζει σαν σύννεφο αρμονίας το χώρο, σαν απαλή πνοή πρωινής δροσοσταλίδας κρεμασμένης από του ήλιου τα διαμάντια δάκτυλα, εκεί στην άκρη του μικρού κόκκινου αγριολούλουδου…Δεν ακούει τα χειροκροτήματα που ξεσπούν στην αίθουσα ούτε τον ενδιαφέρουν τα συγχαρητήρια που δέχεται από όλους, εκείνος ξέρει… Η σιωπή, η θεία σιωπή την ώρα της απαγγελίας, επί τέλους την είχε κι εκείνος βιώσει!


Τέλος




Νίκος Ταβουλάρης

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009



Ι Μ Ι Α


Τις θάλασσες τις σκοτεινές μη φοβηθείς !
Μακριά σαλεύουν , στου απείρου τα λημέρια .
Κύματα αφρίζουν και ζητούν ,
εσέ να αφανίσουν ,
στο τέλος της πορείας σου πριν φτάσεις .

Θολά τ’ απατηλά νησιά των λογισμών
και χίμαιρες πικρές οι πλάνοι κάβοι .
Κοίτα σιμά σου για να βρεις εκείνο ,
που στη ζωή σου από αιώνες έχεις χρέος.

Μια ανασαιμιά το πέλαγος ,
πνοή Ελληνική , ονείρου ρίμα ,
το Αιγαίο στεφανώνει τα νησιά .
Μα πιο πολύ , μια πέτρα αιματόβρεχτη
στην άκρη τ’ ουρανού ... τα Ίμια !

Αν στην καρδιά σου έχεις κλείσει
την Ελλάδα ,
αν χρέος συ και προσμονή ζητάς ,
ετούτο το βαρύ το είναι να στεριώσεις ,
κάνε μπρατσέρα γοργοτάξιδη
το λάβρο σου κορμί
και σύρε , κουρσάρος του φόβου σου εσύ ,
το μέγα το ταξίδι να τελειώσεις .

Δεν είναι τούτη η πέτρα βράχος
θαλασσόβρεχτος
και του βοριά δεν είναι αποκούμπι .
Ψυχές βοούν και μας καλούν ,
πυρπολητές ξανά να γίνουμε ,
το φόβο να σκοτώσουμε
στις άπραγες καρδιές μας...
Τι ’ναι ανάγκη εσύ το ύπουλο σαράκι ,
που μυστικά τα σωθικά σου τρώει ,
πρώτο αυτό να πολεμήσεις.

Εμπρός λοιπόν ! Σεις της Ελλάδας καπετάνιοι.
Εμπρός ! Εσείς πυρπολητές , των φυγομάχων
φόβων .
Ας κάνουμε καράβια τα κορμιά μας
και τις ψυχές μας άνεμο του Αιγαίου !
Την κοφτερή μας πλώρη ας τη στρέψουμε ,
λόγχη μαζί μα και πυξίδα ,
στα Ίμια για να ’βρει απανέμι .

Γλυκά που ψιθυρίζει η θάλασσα ,
προφητικό το πέταγμα των γλάρων
κι εμείς σκοπό αλαργινό ας πούμε
σύντροφοι όλοι ταιριασμένοι ,
τι της Ελλάδας η ψυχή , από καιρό
στα Ίμια ανέλπιδα προσμένει !
Εκεί που αιώνες κατοικεί ...



----------------------------------------------------------



Το ταξίδι


Ταξίδεψα, στων ρόδινων νεφών το θύσανο, μια ηλιαχτίδα λαμπερή του πόθου!
Της νιότης και απαντοχής μυριόστομο τραγούδι. Του σαλαγάρη τ’ άνεμου φτερό.
Στα πέρατα του κόσμου καβαλάρης, προσμένοντας…
του λουλουδιού την τρυφερή ματιά ν ’αδράξω,
να βρω μιαν άλλη θάλασσα, μακριά από το μουράγιο.

Ναυτάκι εγώ της ερημιάς στο πέλαγος του ήλιου, χάραξα τις αιμάτινες γραμμές των οριζόντων
και τα φτερά μου άπλωσα στ’ ασήμι του ονείρου,
λιωμένο αστερόβροχο στου σύμπαντος τη φτέρνα.
Σαγίτα οριοπλούμιστη, από του κόρφου πέταξα το τρυφηλό απανέμι.
Στους ουρανούς αρμένισε καράβι η ψυχή μου
στην απαλάμη του Θεού, στων κοριτσιών τους πόθους!

Κι ως, μανιασμένος ο βοριάς κεντρούσε το σκαρί μου,
στις αντροφόνες τις κλαγγές, στους γοερούς τους θρήνους,
τόσο αγάλλιαζε η ψυχή στην άγρια ετούτη πάλη
και χαμογέλαε στους αφρούς, στα τρομερά τελώνια.

Και να, που βρέθηκα ξανά, μακριά από τα λιμάνια,
πέρα στο μεσοπέλαγο, στης μάχης την αντάρα.
Σπασμένα έχω τα κουπιά, συντρίμμια τα κατάρτια,
μα μένει ακόμη ζωντανή στα στήθη η ελπίδα.

Γοργά θε να ’ρθει στο βοριά σύντροφος ο σιρόκος
και ο πουνέντες, τρομερός, πιστά ακολουθάει!
Ταχιά ζυγώνει η στιγμή, που θα συναντηθούνε,
τα δυο θεριά, που μάχονται τον κόσμο να κουρσέψουν.
Μα δε με νοιάζει κι αν θα ’ρθουν, όρθιος ακόμη μένω.
Θα ’ναι πανώρια η στιγμή κι ευλογημένη η ώρα !

Ποιος νοιάζεται για τη στεριά κι απάνεμα λιμάνια,
σαν τον καλούν τα πέλαγα μακριά να ταξιδεύει,
με των κυμάτων την ορμή και της ψυχής τους δράκους,
καβάλα σ’ άτι ονειρικό, αιώνια να παλεύει!





-------------------------------------------------------------------



Γη της πέτρας


Στο κοφτερό το βλέμμα της πέτρας σε θωρώ.
Στο βύζαγμα του ήλιου σε θυμάμαι.
Κι εκεί ψηλά στ’ απάτητα βουνά σου ,
τη δόξα αγναντεύω.

Πικρό ψωμί , πικρή ζωή !
Του πελάγους η αλμύρα ,
γίνηκε στο φρυγμένο χώμα σπόρος
και βλάστησαν , με του αγέρα το φιλί ,
ημίθεοι του πόνου και του θανάτου κουρσάροι .

Αιώνια , σκληρή , μαυροφορούσα γη της Μάνης ,
απέναντι στο άπειρο και του πουνέντε την ορμή ,
χάλκινα πέταξες φτερά ,
και σταυραϊτούς της δόξας γέννησες ,
από τα σπλάχνα σου τα πύρινα.

Ω ! θαύμα της πανανθρώπινης υπόστασης ,
αθάνατη εσύ ελληνική γη .
Μόνο εσύ μπορούσες να μετουσιώσεις
την ένδεια σε πλούτο της ψυχής ,
το ύπουλο σαράκι του φόβου
σε ασύνορη τόλμη .

Μόνο εσύ γη του Ταύγετου , γη της πέτρας ,
γη του Λεωνίδα , γη των τριακοσίων,
μπορούσες να φυλάξεις τις Θερμοπύλες της Ελλάδας.
Διάβηκε ο χρόνος καβαλάρης
και μάκρυναν οι μνήμες...
Ίσως και να ξεχάσαμε τη γεύση της ευγνωμοσύνης...

Στέκομαι πάνω στο φρύδι του βουνού ,
ανάερη αχτίδα του σύμπαντος ,
στα σύνορα του ουρανού και της Γης
κι απλώνω ικέτης τα χέρια μου στη δροσιά του ήλιου .
Τον άνεμο προσμένω να έλθει ,
παλιούς , ξεχασμένους παιάνες να φέρει ,
από το μακρινό το πέλαγος .

Και ρίζωσα πάνω στις στουρναρόπετρες .
Έγινα γέρικο δεντρί ,
με ρίζες από φωτιά ,
στα πύρινα σπλάχνα σου πατρίδα μου.
Τώρα είμαι κι εγώ σημείο ,
ένα κύτταρο της αιώνιας σάρκας σου !

Αχ! γοργά που φτερουγίζει η νύχτα ,
αρχάγγελοι ακροβατούν ,
πάνω στα βλέφαρα του σκοταδιού ,
ψυχές , στοιχειά και μνήμες
το χώρο πλημμυρίζουν.

Κι εκεί στο βάθος του ορίζοντα ,
βλέπω την ανείπωτη τη δόξα του εικοσιένα,
ολόχρυσο , αστραφτερό,
για σε πλέκει στεφάνι.

-------------------------------------------------------

Η λεύκα



Από μικρό με μάγευαν τα θαλερά κλωνάρια,
των δένδρων που εθρόιζαν χρυσά το δειλινό.

Έτσι αγάπησα πολύ της λεύκας τ’ ασημένιο,
το αστραφτερό το φύλλωμα, το αηδονολαλάτο,
που τραγουδούσε στο νοτιά και στον τρελό Σιρόκο.

Μα ήλθε ο Χειμώνας κι ο χιονιάς
και σκόρπισαν τα φύλλα, έρμαια, θρύψαλα ξερά
στ’ αγέρα το θυμό.
Kι έμεινε η λεύκα ορφανή με τα θλιμμένα κλώνια
να υψώνονται σπαραχτικά ψηλά στον ουρανό.

Την ομορφιά την πρότερη εκούρσεψε ο χρόνος,
φρούδες ελπίδες, χάθηκαν τα φύλλα τ’ ασημιά!
Τ’ άρπαξε στο ταξίδι του εκεί π’ ουρλιάζει ο πόνος,
λάφυρα, κάποιο δειλινό του άσπλαχνου βοριά!

Κι εχθές καθώς αντίκρισα γυμνά τα λιανοκλάδια,
αχ, ξάφνου πως λαχτάρησα
τα κρύα ετούτα βράδια,
τα όνειρα που από παιδί μου χάρισε η ζήση,
μη γίνουν ανεμοκραυγές στης νύχτας τα σκοτάδια,
τι το Χειμώνα το σκληρό
τον είχα αψηφήσει.

Μην απομείνω μια νυχτιά χωρίς τα όνειρά μου,
ωσάν της λεύκας τα τρελά τα χαρωπά τα φύλλα,
που σκόρπισε άξαφνα μακριά απρόσμενος βοριάς!

Νίκος Ταβουλάρης

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009































Ένα ποίημα μου από την ποιητική συλλογή μου "Με τα φτερά του ανέμου"



Νίκος Ταβουλάρης






Θα ’θελα ν’ αγγίξω

Αχ να μπορούσα το φέγγος της δροσιάς ν’ αγγίξω!
Σε γαλαξίες μακρινούς, με ήλιους μακρυμάλληδες ,
ανένταχτος βάρδος του άπιαστου πεπρωμένου,
με μυριάδες φωνές του κόσμου ,
ύμνο σ’ εκείνο που δεν ήλθε ακόμη να ψάλλω.

Το βότσαλο που κύλησε απ’ του βυθού τα σκοτεινά λιβάδια
και ρουμπίνι του νοτιά κρεμάστηκε
στων αστεριών τη μαρμαρυγή,
αλίμονο, το ξέρω πως δε θα βρω,
μέσα σε κρυφούς λειμώνες,
της μακρινής αναζήτησης μύστης,
θαλασσοπόρος σ’ ωκεανών ανύπαρκτων τις δύνες.

Το λάγνο φιλί του ανέμου
στο τρυφερό κορμάκι του κυκλάμινου,
στων μακρινών, ταξιδιάρικων νεφών τον ιστό αποζητάω
ν’ αγγίξω,
με της ψυχής μου την αφή,
για ν’ αφουγκραστώ
το σαγηνευτικό τραγούδι του μικρού αστερία
εκεί στων φυκιών την απατηλή πολιτεία.

Μακριά μ’ ένα δεμάτι δεντρολίβανο φλογοβόλο,
βαδίζει η ψυχή μας ,
του κόσμου στήριγμα,
του σύμπαντος επαίτης.
Κι από ψηλά, από του ήλιου τους πυρσούς αγκιστρωμένη,
καίγεται και λιώνει,
κερί αναστάσιμο,
τις ρωγμές τις αδιόρατες να κλείσει.

Αχ με τι τριαντάφυλλα ,
με τι ρουμπίνια της αυγής
θα κάρφωνα,
ρομφαία διάπυρη, τη σκοτεινή τη σκέψη μου,
στα διάφανα τα στήθια της ψυχής μου!
Με γιορτινό τραγούδι θα σε καλωσόριζα
της μοίρας μου ευλογημένο ριζικό,
αν ο άνεμος μ’ έπαιρνε μια νύχτα,
ταξιδευτή στο φτερωτό του άρμα.

Δεν υπομένω άλλο το χώμα!
Δε με κρατούν τα φύλλα της τριανταφυλλιάς.
Τα πέταλα τα ρόδινα των σύννεφων αποζητάω!
Να ταξιδέψω θέλω μεσοπέλαγα,
με τ’ άλμπουρα και τα πανιά μου όρτσα.
Ν’ αγγίξω μια στιγμή μονάχα το σκίρτημα
απ’ του βλεφάρου το βήμα,
σύντροφος να γίνω στο μικρό γιασεμί,
τη στιγμή που στέλνει στο άγνωστο,
το μακρινό το πέρασμα
το ύστερο φιλί,
πίσω από τη ματωμένη θάλασσα των ηλιαχτίδων,
το δειλινό που δε θα ’ρθει αποζητώντας.


----------------------------------------------------------------------------






Μερικά αποσπάσματα από την ποιητική μου ενότητα "Πέτρινος κόσμος"


Α΄


Ο ήχος της σιωπής κρεμάστηκε ανάερα,
σε μια ηλιοστάλαχτη δροσοσταλίδα
και από μακριά, απ’ των νεφών τ’ αλαργινά καράβια,
η κραυγή της ερημιάς ήλθε καβάλα
στου Πλάστη το χαμογέλιο.
Κι έπαιξε η ροδαυγή και γέλασε ο κόσμος.
Χορό σύραμε στο περιβόλι με τις καστανιές.


Το τραγούδι μας, σκοπός από τα σπλάχνα
της γης βγαλμένος, την κρούστα του άγνωστου διαπερνάει.
Και γέλασαν οι ρεματιές με τα κόκκινα κούμαρα,
τ’ ακρογιάλια φόρεσαν τα γιορτινά τους
και το πέλαγος στολίστηκε με το χρυσάφι ενός νιούτσικου ήλιου.


Με παιάνες θριαμβικούς υψώθηκαν οι ψυχές
πάνω από το μαύρο χώμα
και οι στουρναρόπετρες στου Γολγοθά μας το κορμί,
φανταχτερά στολίδια,
στου χορού μας το τρελό κορφολόγημα των αστεριών.



Β΄


Αχτίδες από το αστέρι που έκλαιγε χθες βράδυ
και από το δάκρυ εκείνου του μικρού σύννεφου
πάνω από το γερμένο κεφαλάκι του μικρού, ορφανού πεύκου,
αδράξαμε στις χούφτες και τις κάναμε χορδές μυριόηχες,
για τη μαγική λύρα των καημών μας.


Κι από το στήθος μας βαθιά,
ξεχύνεται σαν λάβα,
του λογισμού μας ποταμός
και της ψυχής μας ίσκιος,
ο βαρύς λόγος του κουρσεμένου αύριο.
Πιαστήκαμε σε κύκλο ασάλευτο
και από το βαθύ πηγάδι της καρδιάς μας,
τα λόγια φτεροκόπησαν μακριά κατά τους έρημους κόλπους,
πέρα από τις θάλασσες τ’ ουρανού.


«Γοργά-γοργά χορεύουμε,
αντρίκεια εμείς γλεντάμε
και αντισκόπτει η ψυχή το νου το γεροντιάρη,
τον ουρανό να φτάσουμε,
τον ήλιο να ντυθούμε!»


Κι ο νιος ο νους, λυράρης ποθοπλάνταχτος,
με της αστραπή τα χέρια, χτύπησε το ουρανοδόξαρό του.
Κι όλοι μας γίναμε κρόσσια του ανέμου
και φωτιές του δειλινού,
πάνω από την τελευταία κορυφή, του τελευταίου βουνού.
Και ύστερα σπάσαμε τις γυάλινες αλυσίδες του χορού
και ύστερα σπάσαμε τη λύρα
και την πετάξαμε στα τάρταρα της λήθης.



Γ΄

Στο καρνάγιο με τα γέρικα σκαριά
σταθήκαμε τ’ απόβραδο.
Από του πελάγους τα βλέφαρα
η νύχτα μας αναμετρά με το σκοτεινό βλέμμα της.
Το κουράγιο και της χαράς μας το απόθεμα λαχταράει.


Το καράβι που διαλέξαμε,
δεν ήταν γοργοτάξιδο.
Τα ξάρτια και τα πανιά του ρημαγμένα,
Η καρίνα του γέρικη, τρέμει στο βύζαγμα του κύματος
και η πλώρη αναμετρά την άβυσσο,
προτού το ανέγκλητο βήμα της τολμήσει...


Μακριά ο αποσπερίτης λιώνει πάνω από το βουνό
και πασπαλίζει την πλάση με αστερόσκονη.
Το ψηλό, σκοτεινό κυπαρίσσι στην άκρη του καρνάγιου,
πάνω από τους αλμυρούς βράχους,
ίσια στο μικρό, φλογισμένο μάτι του φάρου,
σημάδι στα καράβια του πουθενά.
Τα μικρά, δακρυσμένα καράβια,
που τα ρίχνει στις ξέρες της απελπισίας,
αντί να τα προειδοποιεί!
Εκείνο το κυπαρίσσι βάλαμε για σημάδι επιστροφής,
όταν ρίξαμε στο νερό το πλεούμενο μας,
καλαφατισμένο με της ελπίδας την απαντοχή
και της πίστης τα φτερά για ξάρτια και πανιά.
Μαύρο, λυπητερό σημάδι!
Τάχα προμηνάει του ταξιδιού μας το τέλος,
τάχα είναι της δύναμής μας η στερνή ελπίδα!



Δ΄


Περάσαμε το πέλαγος με την άηχη κραυγή,
πίσω από τα φονικά βράχια,
που μας γνέφουν καλό κατευόδιο.
Μικρές, νιόλουστες νύμφες οι ψυχές μας.
Του πουνέντε τα σακατεμένα δάκτυλα
παίζουν του κόσμου τη λύρα,
σ’ ανεξερεύνητους μαιάνδρους του χρόνου.


Ο κήπος με τις αγριοφραγκοσυκιές
ήταν το τελευταίο γνώριμο τοπίο που είδαμε,
το πρασινογάλαζο, απέραντο νερό
ήταν ο τελευταίος φίλος, που μας γνώρισε.
Τα πανιά μας χοντρά και μπαλωμένα,
οι καρδιές μας σκληρές, για ν’ αντιπαλέψουν
με τους σκοτεινούς κάβους.


Στην κουπαστή όλοι μας,
κωπηλάτες του απέραντου,
τα βαριά κουπιά βυθίζουμε,
στο χρυσάφι της χαραυγής,
στο ασήμι στης νύχτας,
στον αιμάτινο ωκεανό των ψυχών μας.
Και στο τιμόνι,
τιμονιέρης και καπετάνιος,
η φλόγα μας.