Τις θάλασσες τις σκοτεινές μη φοβηθείς !
Μακριά σαλεύουν , στου απείρου τα λημέρια .
Κύματα αφρίζουν και ζητούν ,
εσέ να αφανίσουν ,
στο τέλος της πορείας σου πριν φτάσεις .
Θολά τ’ απατηλά νησιά των λογισμών
και χίμαιρες πικρές οι πλάνοι κάβοι .
Κοίτα σιμά σου για να βρεις εκείνο ,
που στη ζωή σου από αιώνες έχεις χρέος.
Μια ανασαιμιά το πέλαγος ,
πνοή Ελληνική , ονείρου ρίμα ,
το Αιγαίο στεφανώνει τα νησιά .
Μα πιο πολύ , μια πέτρα αιματόβρεχτη
στην άκρη τ’ ουρανού ... τα Ίμια !
Αν στην καρδιά σου έχεις κλείσει
την Ελλάδα ,
αν χρέος συ και προσμονή ζητάς ,
ετούτο το βαρύ το είναι να στεριώσεις ,
κάνε μπρατσέρα γοργοτάξιδη
το λάβρο σου κορμί
και σύρε , κουρσάρος του φόβου σου εσύ ,
το μέγα το ταξίδι να τελειώσεις .
Δεν είναι τούτη η πέτρα βράχος
θαλασσόβρεχτος
και του βοριά δεν είναι αποκούμπι .
Ψυχές βοούν και μας καλούν ,
πυρπολητές ξανά να γίνουμε ,
το φόβο να σκοτώσουμε
στις άπραγες καρδιές μας...
Τι ’ναι ανάγκη εσύ το ύπουλο σαράκι ,
που μυστικά τα σωθικά σου τρώει ,
πρώτο αυτό να πολεμήσεις.
Εμπρός λοιπόν ! Σεις της Ελλάδας καπετάνιοι.
Εμπρός ! Εσείς πυρπολητές , των φυγομάχων
φόβων .
Ας κάνουμε καράβια τα κορμιά μας
και τις ψυχές μας άνεμο του Αιγαίου !
Την κοφτερή μας πλώρη ας τη στρέψουμε ,
λόγχη μαζί μα και πυξίδα ,
στα Ίμια για να ’βρει απανέμι .
Γλυκά που ψιθυρίζει η θάλασσα ,
προφητικό το πέταγμα των γλάρων
κι εμείς σκοπό αλαργινό ας πούμε
σύντροφοι όλοι ταιριασμένοι ,
τι της Ελλάδας η ψυχή , από καιρό
στα Ίμια ανέλπιδα προσμένει !
Εκεί που αιώνες κατοικεί ...
----------------------------------------------------------
Το ταξίδι
Ταξίδεψα, στων ρόδινων νεφών το θύσανο, μια ηλιαχτίδα λαμπερή του πόθου!
Της νιότης και απαντοχής μυριόστομο τραγούδι. Του σαλαγάρη τ’ άνεμου φτερό.
Στα πέρατα του κόσμου καβαλάρης, προσμένοντας…
του λουλουδιού την τρυφερή ματιά ν ’αδράξω,
να βρω μιαν άλλη θάλασσα, μακριά από το μουράγιο.
Ναυτάκι εγώ της ερημιάς στο πέλαγος του ήλιου, χάραξα τις αιμάτινες γραμμές των οριζόντων
και τα φτερά μου άπλωσα στ’ ασήμι του ονείρου,
λιωμένο αστερόβροχο στου σύμπαντος τη φτέρνα.
Σαγίτα οριοπλούμιστη, από του κόρφου πέταξα το τρυφηλό απανέμι.
Στους ουρανούς αρμένισε καράβι η ψυχή μου
στην απαλάμη του Θεού, στων κοριτσιών τους πόθους!
Κι ως, μανιασμένος ο βοριάς κεντρούσε το σκαρί μου,
στις αντροφόνες τις κλαγγές, στους γοερούς τους θρήνους,
τόσο αγάλλιαζε η ψυχή στην άγρια ετούτη πάλη
και χαμογέλαε στους αφρούς, στα τρομερά τελώνια.
Και να, που βρέθηκα ξανά, μακριά από τα λιμάνια,
πέρα στο μεσοπέλαγο, στης μάχης την αντάρα.
Σπασμένα έχω τα κουπιά, συντρίμμια τα κατάρτια,
μα μένει ακόμη ζωντανή στα στήθη η ελπίδα.
Γοργά θε να ’ρθει στο βοριά σύντροφος ο σιρόκος
και ο πουνέντες, τρομερός, πιστά ακολουθάει!
Ταχιά ζυγώνει η στιγμή, που θα συναντηθούνε,
τα δυο θεριά, που μάχονται τον κόσμο να κουρσέψουν.
Μα δε με νοιάζει κι αν θα ’ρθουν, όρθιος ακόμη μένω.
Θα ’ναι πανώρια η στιγμή κι ευλογημένη η ώρα !
Ποιος νοιάζεται για τη στεριά κι απάνεμα λιμάνια,
σαν τον καλούν τα πέλαγα μακριά να ταξιδεύει,
με των κυμάτων την ορμή και της ψυχής τους δράκους,
καβάλα σ’ άτι ονειρικό, αιώνια να παλεύει!
-------------------------------------------------------------------
Γη της πέτρας
Στο κοφτερό το βλέμμα της πέτρας σε θωρώ.
Στο βύζαγμα του ήλιου σε θυμάμαι.
Κι εκεί ψηλά στ’ απάτητα βουνά σου ,
τη δόξα αγναντεύω.
Πικρό ψωμί , πικρή ζωή !
Του πελάγους η αλμύρα ,
γίνηκε στο φρυγμένο χώμα σπόρος
και βλάστησαν , με του αγέρα το φιλί ,
ημίθεοι του πόνου και του θανάτου κουρσάροι .
Αιώνια , σκληρή , μαυροφορούσα γη της Μάνης ,
απέναντι στο άπειρο και του πουνέντε την ορμή ,
χάλκινα πέταξες φτερά ,
και σταυραϊτούς της δόξας γέννησες ,
από τα σπλάχνα σου τα πύρινα.
Ω ! θαύμα της πανανθρώπινης υπόστασης ,
αθάνατη εσύ ελληνική γη .
Μόνο εσύ μπορούσες να μετουσιώσεις
την ένδεια σε πλούτο της ψυχής ,
το ύπουλο σαράκι του φόβου
σε ασύνορη τόλμη .
Μόνο εσύ γη του Ταύγετου , γη της πέτρας ,
γη του Λεωνίδα , γη των τριακοσίων,
μπορούσες να φυλάξεις τις Θερμοπύλες της Ελλάδας.
Διάβηκε ο χρόνος καβαλάρης
και μάκρυναν οι μνήμες...
Ίσως και να ξεχάσαμε τη γεύση της ευγνωμοσύνης...
Στέκομαι πάνω στο φρύδι του βουνού ,
ανάερη αχτίδα του σύμπαντος ,
στα σύνορα του ουρανού και της Γης
κι απλώνω ικέτης τα χέρια μου στη δροσιά του ήλιου .
Τον άνεμο προσμένω να έλθει ,
παλιούς , ξεχασμένους παιάνες να φέρει ,
από το μακρινό το πέλαγος .
Και ρίζωσα πάνω στις στουρναρόπετρες .
Έγινα γέρικο δεντρί ,
με ρίζες από φωτιά ,
στα πύρινα σπλάχνα σου πατρίδα μου.
Τώρα είμαι κι εγώ σημείο ,
ένα κύτταρο της αιώνιας σάρκας σου !
Αχ! γοργά που φτερουγίζει η νύχτα ,
αρχάγγελοι ακροβατούν ,
πάνω στα βλέφαρα του σκοταδιού ,
ψυχές , στοιχειά και μνήμες
το χώρο πλημμυρίζουν.
Κι εκεί στο βάθος του ορίζοντα ,
βλέπω την ανείπωτη τη δόξα του εικοσιένα,
ολόχρυσο , αστραφτερό,
για σε πλέκει στεφάνι.
-------------------------------------------------------
Η λεύκα
Από μικρό με μάγευαν τα θαλερά κλωνάρια,
των δένδρων που εθρόιζαν χρυσά το δειλινό.
Έτσι αγάπησα πολύ της λεύκας τ’ ασημένιο,
το αστραφτερό το φύλλωμα, το αηδονολαλάτο,
που τραγουδούσε στο νοτιά και στον τρελό Σιρόκο.
Μα ήλθε ο Χειμώνας κι ο χιονιάς
και σκόρπισαν τα φύλλα, έρμαια, θρύψαλα ξερά
στ’ αγέρα το θυμό.
Kι έμεινε η λεύκα ορφανή με τα θλιμμένα κλώνια
να υψώνονται σπαραχτικά ψηλά στον ουρανό.
Την ομορφιά την πρότερη εκούρσεψε ο χρόνος,
φρούδες ελπίδες, χάθηκαν τα φύλλα τ’ ασημιά!
Τ’ άρπαξε στο ταξίδι του εκεί π’ ουρλιάζει ο πόνος,
λάφυρα, κάποιο δειλινό του άσπλαχνου βοριά!
Κι εχθές καθώς αντίκρισα γυμνά τα λιανοκλάδια,
αχ, ξάφνου πως λαχτάρησα
τα κρύα ετούτα βράδια,
τα όνειρα που από παιδί μου χάρισε η ζήση,
μη γίνουν ανεμοκραυγές στης νύχτας τα σκοτάδια,
τι το Χειμώνα το σκληρό
τον είχα αψηφήσει.
Μην απομείνω μια νυχτιά χωρίς τα όνειρά μου,
ωσάν της λεύκας τα τρελά τα χαρωπά τα φύλλα,
που σκόρπισε άξαφνα μακριά απρόσμενος βοριάς!
Νίκος Ταβουλάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου