Χτύπησε νευριασμένος το δάκτυλό του επάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή και έσβησε για πολλοστή φορά το κείμενο που πληκτρολογούσε. Εκτέλεσε την κίνηση με ακρίβεια και ταχύτητα. Τόσες φορές που την είχε κάνει τώρα τελευταία, είχε αποκτήσει τέτοιον αυτοματισμό, που τύφλα να έχουν οι ακροβάτες! Ο Άρης πλησίαζε πια τα πενήντα. Τους κροτάφους του είχαν επισκεφτεί οι πρώτες λευκές νιφάδες, του καιρού, όχι εκείνου των φυσικών φαινομένων αλλά της ηλικίας. Πάλι από μια πλευρά και η ηλικία «καιρός» ήταν.
Σηκώθηκε και πλησίασε το τζάμι. Έξω ο βοριάς σάρωνε τα πεσμένα φύλλα των δέντρων και τα στοίβαζε κυκλικά στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη νυχτώνει μια ώρα νωρίτερα. Έτσι γιατί το αποφασίσαμε οι άνθρωποι. Μπράβο πρόοδος ακόμη και τα φυσικά φαινόμενα αλλάζουμε τώρα. Ίσως έτσι ικανοποιήσουμε και την πανάρχαιη ματαιοδοξία μας, να γίνουμε θεοί! Η ανάσα του θόλωσε το τζάμι και το τοπίο αμβλύνθηκε σαν σε όνειρο. Δεν κάνει τον κόπο να σκουπίσει την πάχνη. Καλύτερα έτσι. Ας ζήσει και λίγο στο όνειρο έστω και ψεύτικα. Το όνειρο! Είναι εκείνο που του λείπει, εκείνο που αποζητάει με μανία, εκείνο που ίσως του φέρει την πολυπόθητη έμπνευση. Τώρα τελευταία έχουν αρχίσει να μην του αρέσουν τα ποιήματά του. Είναι από την ημέρα που διάβασε εκείνο το άρθρο για την ποίηση. Τι το ’θελε; Καλά ήταν βολεμένος τόσα χρόνια. Τα είχε βρει με τον εαυτό του. Ότι έγραφε μέχρι τώρα του άρεσε. Όμως πριν περίπου ένα μήνα, όταν απήγγειλε ένα ποίημά του σ’ εκείνη τη λογοτεχνική συγκέντρωση και οι ψίθυροι από το ακροατήριο καθ’ όλη τη διάρκεια της απαγγελίας επένδυσαν ηχητικά τα λόγια του, αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πάει καλά. Κατάλαβε ότι δεν είναι το χειροκρότημα στο τέλος της απαγγελίας, που δείχνει την εκτίμηση του ακροατηρίου προς το ποίημα, που στο κάτω-κάτω δίνεται σε όλους από ευγένεια, αλλά εκείνη η απόλυτη, θεία, κρυστάλλινη σιωπή που πέφτει σαν ονειρικό σύννεφο, στο ακροατήριο την ώρα της απαγγελίας. Από την ημέρα εκείνη περισσότερο έσβηνε παρά έγραφε.
Κάθισε στο γραφείο του πάλι. Σαν τον δολοφόνο που γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος, ανοίγει για μια ακόμη φορά το αρχείο όπου υπάρχει εκείνο το άρθρο για την ποίηση. Το βλέμμα του καρφώνεται στο επώδυνο σημείο του κειμένου. «Η πραγματική ποίηση είναι ένας έρωτας του πνεύματος με το άπιαστο, είναι μια ανατριχίλα πέρα από τη σκέψη, είναι η μετουσίωση του τίποτα σε παν, είναι η θεία σιωπή που αιχμαλωτίζει το ακροατήριο, για να γίνει έκρηξη επιδοκιμασίας και ενθουσιασμού, μετά το τέλος της απαγγελίας». Κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη που κρέμεται απέναντι από το γραφείο του. Είναι σαν να βλέπει κάποιον άγνωστο να τον περιγελά…
- Τι λες κι εσύ, εγώ δεν το πέτυχα αυτό ποτέ, ούτε μια φορά;
Το πρόσωπο του «άγνωστου» παραμένει αινιγματικό για λίγο, και ύστερα.
- Εμένα ρωτάς, εσύ ξέρεις καλύτερα…
- Εντάξει, όμως δεν είχα ίσως το κατάλληλο ερέθισμα…
Το ειρωνικό χαμόγελο του «άλλου» συνεχίζει να κρέμεται προκλητικά.
- Θυμάσαι πως το έγραφε εκείνος ο ποιητής, να στο θυμίσω, «οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα συναισθήματα και οι μεγάλοι από το τίποτα!»
Δεν αντέχει να συνεχίσει τη «συζήτηση». Κλείνει βιαστικά τον υπολογιστή και σηκώνεται. Πρέπει να βγει έξω, να πάρει καθαρό αέρα, να αισθανθεί τον κόσμο γύρω του, ασφυκτιά! Εξ άλλου κάπου διάβασε , δε θυμάται που, ότι η έμπνευση έρχεται όταν δεν την κυνηγάς!... …Έστριψε στην τελευταία στροφή του δρόμου και αντίκρισε τον πύργο, κυρίαρχο και αφέντη στην περιοχή, να λούζεται από το φως του ήλιου. Μείωσε ταχύτητα και έστριψε στο χωματόδρομο για το εξοχικό του σπίτι. Αποφάσισε να κάνει ετούτη την εκδρομή μήπως η αλλαγή περιβάλλοντος τον αποφόρτιζε και από όλα εκείνα, που τον τυραννούσαν. Κοιτάζει από το παράθυρο του αυτοκινήτου τους καμένους κορμούς των δέντρων και θυμάται την καλοκαιρινή καταστροφή. Κάποιος θέλησε να ικανοποιήσει τη διαστροφή του με θύματα τα δέντρα αλλά και τους ανθρώπους. Το μικρό εξοχικό σπιτάκι, κάτασπρο, μέσα στο πένθος της φθινοπωρινής γης, αποτελεί παράταιρη πινελιά στον θλιμμένο πίνακα του τοπίου. Τούτο το σπίτι και το δάσος αποτελούσε το απάγκιο της ψυχής και του πνεύματός του, αλλά φευ!…
Τακτοποιήθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βιάστηκε να ψήσει το καφεδάκι του και να καθίσει στη δυτική πλευρά του σπιτιού. Απέναντι του ο ήλιος προσκυνούσε ευλαβικά την πλάση, πριν ταξιδέψει στη χρυσοκόκκινη θάλασσα των νεφών της εσπερίας. Ετούτη η ώρα της ημέρας, που η φύση ακροβατεί μεταξύ του φωτός και του επερχόμενου
σκότους, μεταξύ της υπόστασης και της ανυπαρξίας, είναι η πιο αγαπημένη του. Σχεδόν όλα τα γραψίματά του τα εμπνεύστηκε το δειλινό. Απέναντί του στη βουνοπλαγιά, ξεχωρίζουν τα μαύρα κλαριά των δέντρων, υψωμένα ικετευτικά θαρρείς προς τον πλάστη ή τον δήμιο τους. Όμως κάπου-κάπου ξεχωρίζει μια πινελιά πράσινου, σαν χλωμό χαμόγελο στο πρόσωπο της απελπισίας. Στο χωράφι τη μαυρίλα των καμένων χορταριών και των μικρών θάμνων, αντικαθιστά σταδιακά το νιόβγαλτο πράσινο χορτάρι. Μια ανάσα, μια νότα αισιοδοξίας ένοιωσε να πλημμυρίζει το στήθος του. Ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του με ηδονή. Πάντοτε ο καφές σ’ αυτό το σημείο, ετούτη την ώρα του φαινόταν γευστικότερος, αν και πάντοτε τον έφτιαχνε ο ίδιος και με την ίδια συνταγή! Ο ήλιος τώρα έριχνε άγκυρα στον ορίζοντα με χαλκοκίτρινα παλαμάρια. Έμεινε για λίγο ακίνητος να ρουφήξει ετούτο εδώ το νέκταρ του πλάστη. Του φαινόταν, ότι και αιώνια να μεταλάμβανε από το θεσπέσιο νέκταρ του πλάστη, δε θα το χόρταινε ποτέ. Το βλέμμα του συγκεντρώθηκε στην τριανταφυλλιά. Τα καμένα, ξερά της κλωνάρια είχαν γύρει σαν να τον εκλιπαρούσαν να τα απαλλάξει από την οδύνη τους. Όταν τα είδε ένα μήνα μετά την ημέρα της καταστροφής δεν ήθελε να πιστέψει ότι ήταν νεκρά, ήλπιζε ότι προσωρινά έχουν μαραθεί και θα επανέλθουν. Βλέπεις ο άνθρωπος δε συμβιβάζεται με την ολοκληρωτική συμφορά του και πάντοτε ελπίζει. Σε τι; Πολλές φορές σε τίποτα. Ή ίσως αυτό το τίποτα να είναι τα πάντα, να είναι η ζωοποιός δύναμη, για να ξεπερνάει τις καταστροφές μέχρι να λειτουργήσει η αθάνατη δύναμη της αναγέννησης. Σηκώθηκε αναστενάζοντας και πλησίασε πιο κοντά. Μια γλώσσα φωτός καθώς ο ήλιος σχεδόν έγερνε πίσω από το φρύδι του βουνού, λόγχισε τα φυλλώματα των λιγοστών θάμνων και ήλθε να φωλιάσει στην τριανταφυλλιά. Άστραψε το χρυσοπράσινο κλωνάρι μπροστά στα μάτια του, πάνω από το μαύρο ακόμη κορμί του δέντρου. Το κοίταξε και στην αρχή δεν μπορούσε να το πιστέψει όμως ήταν αλήθεια. Μέσα από το καμένο, νεκρό θα ’λεγες κορμί της τριανταφυλλιάς, ένα νέο θαλερό βλαστάρι διεκδικούσε να γίνει ο συνεχιστής της ζωής! Πλησίασε ακόμη περισσότερο, μια λαχτάρα να το αγγίξει και ταυτόχρονα ένας προγονικός φόβος των κυριαρχούν. Το μυστήριο, το μεγάλο, ανεξήγητο της ζωής και της συνέχειας. Αποξεχάστηκε. Ο αποσπερίτης κρεμάστηκε, μπουκιά φωτιάς, στον ουρανό και το αποσπερνό αγέρι κατέβηκε απαλά από τα ψηλώματα. Κάποια στιγμή αναζήτησε τον ξεχασμένο καφέ του. Κρύωσε. Το βιβλίο δίπλα του κλειστό. Η δροσιά του απογεύματος μεταβλήθηκε σε ψύχρα. Φθινόπωρο πια. Ετοιμάστηκε να μπει στο σπίτι. Κοίταξε για μια ακόμη φορά το νιόλουβο βλαστάρι και του φάνηκε πως του χαμογελούσε! Του έγνεψε κι εκείνος και καθώς έφευγε του φάνηκε πως εκείνο το παιδικό χαμόγελο πλημμύρισε το στήθος του…
…«Τρέχουν οι μέρες με τον άνεμο, λες και σπίθες του ονείρου γίνηκαν στων νεφών το συναπάντημα». Από την ημέρα που γύρισε από το χωριό στην Αθήνα, ετούτοι οι στίχοι του έχουν γίνει μόνιμο μοτίβο στο μυαλό του, που τους είχε διαβάσει δεν μπορεί να θυμηθεί, ίσως πουθενά… Εκείνο το βλαστάρι της τριανταφυλλιάς, το αισθάνεται πως κρύβει κάποιο μήνυμα, όμως δεν μπορεί να μορφοποιήσει τις σκέψεις του. Τετάρτη απόγευμα στο γνωστό λογοτεχνικό στέκι οι απαγγελίες έχουν αρχίσει. Οι περισσότερες είναι ανιαρές όπως συνήθως. Γνωστοί οι περισσότεροι ποιητές και περιορισμένων δυνατοτήτων. Εκείνος καθισμένος στη συνηθισμένη του θέση παρακολουθεί μάλλον αδιάφορα. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία όταν ανέβηκε στο βήμα να απαγγείλει η νεαρή κοπέλα, μόνο όταν «άκουσε» τη σιωπή που έπεσε, σήμανε μέσα του συναγερμός. Και οι στίχοι! Φυσικά δεν τους συγκρατεί ατόφιους, αλλά τι σημασία έχει, το νόημα είναι εκείνο που τον νοιάζει. Ξαφνικά όλες οι σκόρπιες, άπιαστες σκέψεις του παίρνουν μορφή και υπόσταση. Το ακροατήριο ξεσπάει σε ένα ζεστό χειροκρότημα επιδοκιμασίας κι εκείνη χαμογελάει ευτυχισμένη, που κατάφερε να αγγίξει την ψυχή τους! Και ο Άρης όμως είναι ευτυχισμένος. Τώρα ξέρει τι πρέπει να κάνει, τώρα γνωρίζει, πως για να γράψει κάτι νέο, κάτι πραγματικά μεγάλο πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από τα παλιά. Τώρα συνειδητοποιεί το μήνυμα εκείνου του μικρού χρυσοπράσινου βλασταριού της τριανταφυλλιάς. «Για να βγει κάτι νέο και όμορφο είναι αναγκαία μια πυρκαγιά!». Βιάζεται να φτάσει στο σπίτι του, ένας πυρετός τον έχει κυριέψει.
Τρεις το πρωί. Έξω στη λεωφόρο οι άνθρωποι κυνηγάνε τις χίμαιρές τους πάνω από το ρόχθο των αυτοκινήτων κι εκείνος κοιτάζει με ανάμεικτα συναισθήματα τ’ αποκαΐδια από τα χειρόγραφα των ποιημάτων. Τόσων χρόνων γραψίματα, στάχτη! Ο άνεμος κουδούνισε
απειλητικός στις τέντες τις βεράντας. Κάπου μακριά το ουρλιαχτό ενός σκύλου. Ανατρίχιασε! Ένας απειλητικός κόμπος μεγαλώνει σιγά-σιγά στο στήθος του και έρπει ύπουλα προς το μυαλό του. Πανικός ! Νοιώθει να παραλύει! Τι έκανε, πως το έκανε, τι αφροσύνη τόση δουλειά και γιατί, επειδή άκουσε μερικούς στοίχους από ένα κοριτσάκι! Η αυγή τον βρήκε εκεί ακίνητο μπροστά στο τζάκι, με το μαυρισμένο σωρό από τα χαρτιά των ποιημάτων του, που τώρα ήταν αλλοίμονο στάχτη!
Αντί για την πολυπόθητη έμπνευση, μια πλήρης απογοήτευση τον κατέλαβε. Δεν του έκανε πια καρδιά να γράψει. Έτσι κι απόψε. Κάθεται απέναντι από την τηλεόραση σαν υπνωτισμένος. Απέναντί του στη βιβλιοθήκη η «Οδύσσεια » του Καζαντζάκη. Κλείνει την τηλεόραση και ανοίγει το βιβλίο. Τα μικρά, μαύρα γράμματα είναι σαν να του γνέφουν. Τον βρήκε το ξημέρωμα βυθισμένο στη μαγεία του λόγου και της σκέψης του μεγάλου Κρητικού. Οι πρώτες ηλιαχτίδες φώτισαν τη γη και το μυαλό του Άρη. Τώρα ξέρει τι πρέπει να κάψει, τώρα γνωρίζει ότι δεν αρκεί να κάψει τα χειρόγραφα του, αλλά όλα εκείνα τα ταμπού και τα στερεότυπα, που φυλακίζουν τη σκέψη του. Νοιώθει πως πετάει. Η γυναίκα του καθώς τον βλέπει ξάγρυπνο απορεί.
- Καλά δεν κοιμήθηκες όλη τη νύχτα; Δεν πας καλά χριστιανέ μου, τώρα πως θα πας στη δουλειά σου.
- Ο κόσμος λέει καλημέρα πρώτα αγάπη μου, μια χαρά είμαι, θέλεις καφέ;
Γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη. Αλλιώτικος της φάνηκε! Καιρό είχε να τον ακούσει έτσι.
- Πολύ χαρούμενος μου ακούγεσαι, ανακάλυψες κανέναν θησαυρό;
- Ναι πολύ μεγάλο μάλιστα…
- Άρχισες πάλι τα διφορούμενα, τέλος πάντων…
- Τι θα έλεγες για το Σαββατοκύριακο, λέω να πάμε μια βόλτα μέχρι το χωριό, θα κάνει καλό καιρό άκουσα ευκαιρία είναι.
- Τόσες εβδομάδες σε παρακαλάω…
- Ε να που θα σου γίνει το χατίρι λοιπόν.
Δειλινό και ο ήλιος να συνθέτει με μαεστρία στην παλέτα του όλα τα χρώματα του ουρανού σε μια οργιάζουσα γιορτή του πράσινου. Άνοιξη! Το καφεδάκι και το βιβλίο στο γνωστό σημείο του εξοχικού. Το μικρό βλαστάρι της τριανταφυλλιάς έχει γίνει ολόκληρο δεντράκι! Αφήνει το βιβλίο κάτω και παίρνει το μολύβι στο χέρι του. Η λευκή σελίδα είναι εκεί και τον περιμένει. Η απόσταση που έχει να διαβεί από την άκρη του μολυβιού του μέχρι το τέλος της του φαίνεται απέραντη, όμως νοιώθει ότι είναι μια υπέροχη περιπέτεια που τον περιμένει, ένα σαγηνευτικό ταξίδι στον άγνωστο και θαυμαστό κόσμο της ποίησης, κι εκείνος ένας σύγχρονος Οδυσσέας έτοιμος να διασχίσει τις θάλασσες του για να βρει την Ιθάκη της ποίησης.
Απόγευμα στο γνωστό λογοτεχνικό στέκι. Εκείνος στο βήμα να απαγγέλει. Από το ακροατήριο ο γνωστός ψίθυρος… όμως βαθμηδόν μια απόλυτη σιωπή κυριαρχεί, τη νοιώθει να κατακλύζει σαν σύννεφο αρμονίας το χώρο, σαν απαλή πνοή πρωινής δροσοσταλίδας κρεμασμένης από του ήλιου τα διαμάντια δάκτυλα, εκεί στην άκρη του μικρού κόκκινου αγριολούλουδου…Δεν ακούει τα χειροκροτήματα που ξεσπούν στην αίθουσα ούτε τον ενδιαφέρουν τα συγχαρητήρια που δέχεται από όλους, εκείνος ξέρει… Η σιωπή, η θεία σιωπή την ώρα της απαγγελίας, επί τέλους την είχε κι εκείνος βιώσει!
Τέλος
Νίκος Ταβουλάρης
Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου